- ακαλοσύνευτος
- -η, -ο [καλοσυνεύω]1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση«θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη»4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει.
Dictionary of Greek. 2013.